- έξοχος
- -η, -ο (AM ἔξοχος, -ον)1. (για πρόσ.) αυτός που υπερέχει, υπέροχος, διακεκριμένος («έξοχος συγγραφέας»)2. (για πράγμ.) εξαίρετος, άριστης ποιότητας («έξοχη παράσταση»)3. (υπερθετικό) τιμητικός τίτλος επίσημων προσώπων («εξοχότατε κύριε πρόεδρε»)αρχ.αυτός που προεξέχει («πρῶνες ἔξοχοι», Πίνδ.).επίρρ...έξοχα (AM ἐξόχως και ἔξοδα)α) λαμπρά, πολύ καλάβ) (AM) εξαιρετικά, κατ' εξαίρεσιν, ξεχωριστάγ) (Α) περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον («ἐμέ δ' ἔξοχα πάντων ζήτει»).[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο τού ρ. εξ-έχω με την ετεροιωμένη βαθμίδα (οχ-) τού ρ. έχω].
Dictionary of Greek. 2013.